τρυλισμός
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
English (LSJ)
ὁ, A gurgling, Hp.Mul.1.32 (cod. θ, τραυλισμός codd.Erot.). (Onomatop., like τρύζω.)
Greek Monolingual
ὁ, Α τρυλίζω
(για την κοιλιά και τα έντερα) γουργούρισμα.