φορητέος
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
έα, έον, A bearable, κακά Procop.Goth.23.
Greek (Liddell-Scott)
φορητέος: έα, έον, ὃν δεῖ φορεῖν, Κλήμ. Ἀλεξ. 288.