ἀκροβάτης

From LSJ
Revision as of 11:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροβάτης Medium diacritics: ἀκροβάτης Low diacritics: ακροβάτης Capitals: ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: akrobátēs Transliteration B: akrobatēs Transliteration C: akrovatis Beta Code: a)kroba/ths

English (LSJ)

ὁ,    A acrobat, Inscr.Magn.119; τῆς Ἀρτέμιδος BMus.Inscr.4.481*.459 (Ephesus).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ acróbata, volatinero, miembro de un gremio o cofradía relig. vinculada al templo de Ártemis Efesia ἀκροβάται τῆς Ἀρτέμιδος IEphesos 4327.6, cf. 27.537 (ambas II d.C.), ἀ. ἐπὶ θυμιάτρου IEphesos 1025.7 (II d.C.), ἱερὸς ἀ. SEG 34.1100 (Éfeso, imper.), cf. Hsch., tb. adscrita al personal de Ártemis Leucofriene en Magnesia ὁ τόπος τρικλείνου ἱερῶν αὐλητρίδων καὶ ἀκροβατῶν IM 237 (imper.), como bailarines en celebraciones privadas PRyl.641.22 (IV d.C.).

Greek Monolingual

ο (Α ἀκροβάτης) (Ν θηλ. ακροβάτις και ακροβάτρια)
νεοελλ.
1. αυτός που βαδίζει στις μύτες τών ποδιών του
2. ο ειδικευμένος εκτελεστής γυμναστικών ασκήσεων με ή χωρίς όργανα, όπως η σχοινοβασία, η αιώρηση κ.ά.
3. αυτός που έχει ως επάγγελμα τις ακροβασίες, ο επαγγελματίας ακροβάτης
αρχ.
αυτός που εκτελεί τελετουργικές ακροβασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + -βάτης < βαίνω.
ΠΑΡ. ακροβατικός
νεοελλ.
ακροβασία, ακροβατισμός, ακροβατηδόν].