ἀνεκτικός

From LSJ
Revision as of 00:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεκτικός Medium diacritics: ἀνεκτικός Low diacritics: ανεκτικός Capitals: ΑΝΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anektikós Transliteration B: anektikos Transliteration C: anektikos Beta Code: a)nektiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἀνέχομαι)

   A enduring, patient, τῶν ἰδιωτῶν M.Ant. 1.9; τινός Arr.Epict.2.22.36. Adv. -κῶς Hierocl.inCA12p.447M.

German (Pape)

[Seite 221] duldsam, geduldig, M. Anton. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεκτικός: -ή, -όν, (ἀνέχομαι) ὁ ἀνεχόμενος, ὁ ὑπομονητικός, Μ. Ἀντων. 1. 9· τινὸς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 36. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἱεροκλ. Πυθ. σ. 145.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 sufrido, paciente c. gen. obj. τῶν ἰδιωτῶν M.Ant.1.9, τοῦ δ' ἀνομοίου ἀ. y sufrido con quien no es su igual Arr.Epict.2.22.36, διδαχή Euthal.Epp.Paul.M.85.768C.
2 adv. -ῶς pacientemente ἀκροᾶσθαι Hierocl.in CA 12.6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνεκτικός, -ή, -όν) ανέχω
ο ικανός να ανέχεται, εκείνος που δείχνει ανοχή, υπομονητικός.