ἄσεπτος

Revision as of 14:52, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ον,

   A unholy, τὰ ἄσεπτα S.OT890 (lyr.); Πρωτέως ἀσέπτου παιδός E.Hel.542, cf. Pae.Delph.22.

German (Pape)

[Seite 369] = ἀσεβής, Soph. O. R. 890; Eur. Bacch. 888 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀσεβής.
Étymologie: ἀ, σέβω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que comete impiedad, impío Πρωτέως ... παῖς E.Hel.542, Ἄρης Pae.Delph.22
subst. ὁ ἄ. el impío E.Ba.890.
2 que comporta impiedad, sacrílego θοῖναι Lyc.1200
subst. τὸ ἄσεπτον la impiedad E.IA 1092, τὰ ἄσεπτα sacrilegios S.OT 890.

Greek Monolingual

ἄσεπτος, -ον (Α)
ο ασεβής, ο ανίερος.

Greek Monotonic

ἄσεπτος: -ον (σέβω), ανόσιος, βέβηλος, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσεπτος: Soph., Eur. = ἀσεβής.

Middle Liddell

σέβω
unholy, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

impious, irreverent