σέβω

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up

Source

German (Pape)

[Seite 867] nachhomerisch = Vorigem, verehren, ehren, scheuen; τιμάν, Pind. Ol. 14, 12: oft bei Tragg., häufiger als med.: δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει, Aesch. Spt. 578; δύναμιν οὐ σέβουσα πλούτου παράσημον αἴνῳ, Ag. 755; λέγω κατ' ἄνδρα, μὴ θεόν, σέβειν ἐμέ, 899, u. oft; auch τὸν ἱκέταν, Eum. 146, δαιμόνων ἕδη σέβων, Soph. O. R. 886; Ἅιδην, ὃν μόνον σέβει θεῶν, Ant. 773; auch Eltern, τοὺς φυτε ύσαντας, O. C. 1379; τοὺς ὁμοσπλάγχνους, Ant. 507; Könige, Ai. 652 Ant. 166 u. sonst; κακὸς ὅστις μὴ σέβει τὰ δεσποτῶν, Eur. Hel. 732; σέβεις τὸ σωφρονεῖν, I. A. 824, u. oft; τὰ θεῖα, Ar. Plut. 497; u. in Prosa: Thuc. 2, 53; σέβων τὲν δίκην, Plat. Legg. VI, 777 d; u. Sp., σέβουσι κριόν, Luc. astrol. 7. – Daher vielleicht σέβομαι auch pass., Soph. O. C. 764. – Wie im Deutschen scheuen sich zu scheuchen verhält, so hängt im Griechischen σέβω u. σεύω zusammen. Verwandt σεμνός.

French (Bailly abrégé)

Act. seul. prés. et impf. ἔσεβον;
Pass. seul. ao. au sens Moy. ἐσέφθην;
1 vénérer, honorer : σ. θεούς ESCHL honorer les dieux ; avec l'inf. : ὑβρίζειν ἐν κακοῖσιν οὐ σέβω ESCHL je ne respecte pas, càd je n'approuve pas qu'on soit arrogant dans le malheur;
2 abs. honorer les dieux, être pieux;
Moy. σέβομαι (f. réc. σεβήσομαι);
1 dans Hom. éprouver un sentiment de pudeur, de crainte religieuse ; craindre les dieux ; avec l'inf., craindre de;
2 après Hom. vénérer, honorer en gén.
Étymologie: R. Σεβ, honorer ; cf. σέβας, εὐσεβής, δυσσεβής, σεμνός ; cf. lat. severus, serius.

English (Slater)

σέβω revere αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμπίοιο τιμάν (O. 14.12) μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι (P. 6.25)

English (Thayer)

and (so everywhere in the Scriptures) σέβομαι; from Homer down; to revere, to worship: τινα (a deity), יָרֵא, Acts , proselytes of the gate (see προσήλυτος, 2) are called σεβόμενοι τόν Θεόν (`men that worship God'), Josephus, Antiquities 14,7, 2); and simply οἱ σεβόμενοι (A. V. the devout persons), σεβόμενοι προσήλυτοι (R. V. devout proselytes), σεβομεναι γυναῖκες, τῶν ... σεβομένων Ἑλλήνων, (A. V. the devout Greeks), metuentes, verecundi, religiosi, timorati; Vulg. (except colentes; cf. Thilo in his Cod. apocr. Nov. Test., p. 521.

Greek Monolingual

Α
βλ. σέβομαι.

Greek Monotonic

σέβω: αρχ. τύπος του σέβομαι, που χρησιμ. μόνο σε ενεστ. και παρατ.,
1. λατρεύω, τιμώ, σε Πίνδ., Αττ.· εὖ σέβειν τινά αντί εὐσεβεῖν εἴς τινα, σε Ευρ.· με απαρ., ὑβρίζειν οὐ σέβω, δηλ. τὸ ὑβρίζειν, δεν εκτιμώ, δεν αποδέχομαι την αλαζονεία, σε Αισχύλ.· τὸ μὴ ἀδικεῖν σέβοντες, στον ίδ.· ομοίως, σέβομαι ως Παθ., απολαμβάνω τον σεβασμό, σε Σοφ.
2. απόλ., λατρεύω, είμαι θρησκευόμενος, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

σέβω: преимущ. med. σέβομαι (только praes., impf., aor. ἐσέφθην и adj. verb. σεπτός)
1 совеститься, испытывать стыд (οὔ νυ σέβεσθε; Hom.);
2 не осмеливаться, страшиться (σέβομαι προσιδέσθαι Aesch.; σέβεσθαι τό τι κινεῖν τῶν καθεστώτων Plat.);
3 чтить, почитать (θεούς Aesch.; ὡς θεόν τινα Plat.);
4 воздавать или оказывать почести, питать уважение (σέβεσθαι τὸν κρατοῦντα Aesch.; ξένον Soph.);
5 торжественно справлять (ὄργια Arph.);
6 одобрительно относиться, одобрять: ὑβρίζειν οὐ σ. Aesch. осуждать наглость;
7 поклоняться, чтить (τὸν θεόν NT);
8 быть благочестивым (οἱ σεβόμενοι προσήλυτοι NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σέβω, Dor. 3 plur. σέβοντι; aor. pass. ἐσέφθην met acc., meestal act. ontzag hebben voor, vereren:; δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει indrukwekkend is hij die ontzag heeft voor goden Aeschl. Sept. 596; τοὺς φυτεύσαντας σέβειν eerbied hebben voor degenen die ons voortgebracht hebben Soph. OC 1377; τὸ μὴ ἀδικεῖν σέβοντες het geen onrecht begaan in ere houdend Aeschl. Eum. 749; ook med.. οὔ νυ σέβεσθε; voelt u dan geen schaamte? Il. 4.242; (Λυκοῦργον) σέβονται μεγάλως zij vereren (Lycurgus) in hoge mate Hdt. 1.66.1; δίκην σέβονται respect hebben voor het recht Eur. Suppl. 595; σεβόμενος τὸν θεόν godvrezend zijnd NT Act. Ap. 18.7. med. schromen om; met inf.. σέβομαι μὲν προσιδέσθαι ik schroom u aan te kijken Aeschl. Pers. 694.

Middle Liddell

= the older form σέβομαι [used only in pres. and imperf.]
1. to worship, honour, Pind., Attic; εὖ σέβειν τινά for εὐσεβεῖν εἴς τινα, Eur.:—c. inf., ὑβρίζειν οὐ σέβω, i. e. τὸ ὑβρίζειν, I do not respect, approve of insolence, Aesch.; τὸ μὴ ἀδικεῖν σέβοντες Aesch.—then, σέβομαι as Pass. to be reverenced, Soph.
2. absol. to worship, be religious, Aesch., Soph.

Chinese

原文音譯:sšbomai 些波買
詞類次數:動詞(10)
原文字根:敬虔 相當於: (יָרֵא‎)
字義溯源:敬拜*,敬虔,虔敬,拜。參讀 (εὐλαβέομαι)同義字
同源字:1) (ἀσέβεια)不敬虔 2) (ἀσεβέω)不敬虔 3) (ἀσεβής)不敬虔的 4) (εὐσέβεια)敬虔 5) (εὐσεβέω)敬拜 6) (εὐσεβής)好-敬虔的 7) (εὐσεβῶς)敬虔地 8) (θεοσέβεια)敬虔 9) (θεοσεβής)敬拜神 10) (σεβάζομαι)敬奉 11) (σέβασμα)所崇拜的 12) (σέβω)敬拜
出現次數:總共(10);太(1);可(1);徒(8)
譯字彙編
1) 虔敬的(2) 徒13:43; 徒13:50;
2) 是敬拜(1) 徒18:7;
3) 敬拜(1) 徒18:13;
4) 敬虔的人(1) 徒17:17;
5) 所敬拜的(1) 徒19:27;
6) 敬虔的(1) 徒17:4;
7) 拜(1) 可7:7;
8) 就敬拜(1) 徒16:14;
9) 他們拜(1) 太15:9

Mantoulidis Etymological

καί πιό συνηθισμένο σέβομαι (=τιμῶ, νοιώθω εὐλάβεια καί φόβο). Ἀπό ρίζα σεβ-.
Παράγωγα: σέβας (=φόβος μαζί μέ σεβασμό), σέβασις, σέβασμα, σεβάσμιος, σεβασμός, σεβαστικός, σεβάζομαι (=ντρέπομαι), σεβαστός, σεβίζω (=λατρεύω), ἀσεβής, ἀσέβεια, ἀσεβῶ, δυσσεβής, δυσσέβεια, δυσσέβημα, εὐσεβής, εὐσέβεια, εὐσεβῶ, θεοσεβής, σεμνός (ἀπό τό σεβνός), σεμνότης, σεμνύνω (=ἐπαινῶ), σεμνόω (=τιμῶ), σέμνωμα, σεμνολόγος, σεπτός, ἀσεπτῶ, σεπτέος.