ἄσεπτος
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
ἄσεπτον, unholy, τὰ ἄσεπτα S.OT890 (lyr.); Πρωτέως ἀσέπτου παιδός E.Hel.542, cf. Pae.Delph.22.
Spanish (DGE)
-ον
1 que comete impiedad, impío Πρωτέως ... παῖς E.Hel.542, Ἄρης Pae.Delph.22
•subst. ὁ ἄ. el impío E.Ba.890.
2 que comporta impiedad, sacrílego θοῖναι Lyc.1200
•subst. τὸ ἄσεπτον la impiedad E.IA 1092, τὰ ἄσεπτα sacrilegios S.OT 890.
German (Pape)
[Seite 369] = ἀσεβής, Soph. O. R. 890; Eur. Bacch. 888 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀσεβής.
Étymologie: ἀ, σέβω.
Greek Monolingual
ἄσεπτος, -ον (Α)
ο ασεβής, ο ανίερος.
Greek Monotonic
ἄσεπτος: -ον (σέβω), ανόσιος, βέβηλος, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσεπτος: Soph., Eur. = ἀσεβής.
Middle Liddell
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἀσεβής, ἀνίερος). Ἀπό τό α στερητ. + σέβω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
unholy
Bulgarian: нечестив; Chinese Dutch: euvel, kwaad, kwaadaardig, boos, boosaardig, slecht, onheilig; Finnish: epäpyhä, jumalaton; French: impie, maléfique; German: unheilig; Gothic: 𐌿𐌽𐌰𐌹𐍂𐌺𐌽𐍃; Greek: ανίερος, ανόσιος; Ancient Greek: ἀμύξανος, ἄναγνος, ἀνίερος, ἀνόσιος, ἀσεβής, ἄσεπτος, ἀφόσιος, δύσθεος, δυσσεβής, κοινός; Hungarian: istentelen, szentségtelen, elvetemült, gonosz; Plautdietsch: onheilich; Romanian: rău, nesfânt, afurisit; Russian: нечестивый, порочный; Spanish: impío; Telugu: అపవిత్రమైన, అపవిత్ర; Turkish: kötü, fena, kem, şeytanî; Volapük: nesaludik