ἐκσυρτικός
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
ή, όν, A depilatory, ἔμπλαστρον Hierocl.Facet.221.
Spanish (DGE)
-ή, -όν depilatorio, ἔμπλαστρον Hierocl.Facet.221.
Greek Monolingual
ἐκσυρτικός, -ή, -όν (Α)
αποψιλωτικός, κατάλληλος για αποψίλωση.