ἐξανακτίζω

From LSJ
Revision as of 18:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανακτίζω Medium diacritics: ἐξανακτίζω Low diacritics: εξανακτίζω Capitals: ΕΞΑΝΑΚΤΙΖΩ
Transliteration A: exanaktízō Transliteration B: exanaktizō Transliteration C: eksanaktizo Beta Code: e)canakti/zw

English (LSJ)

   A rebuild, πόλιν Tz.H.13.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανακτίζω: κτίζω ἐκ νέου, «’ξανακτίζω», τὴν Σαμαρέων πόλιν ἐξανακτίσας Τζέτζ. Ἱστ. 13. 7.

Spanish (DGE)

reconstruir πόλιν Tz.H.13.1.

Greek Monolingual

και ξανακτίζω (Μ ἐξανακτίζω)
κτίζω εκ νέου, οικοδομώ και πάλι, κατασκευάζω κάτι («τὴν πόλιν ἐξανακτίσας», Τζέτζ.).