ἐννέμω

From LSJ
Revision as of 15:12, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννέμω Medium diacritics: ἐννέμω Low diacritics: εννέμω Capitals: ΕΝΝΕΜΩ
Transliteration A: ennémō Transliteration B: ennemō Transliteration C: ennemo Beta Code: e)nne/mw

English (LSJ)

   A feed cattle in a place, SIG685.82 (Itanos), D.C.72.3:—Med., of the cattle, Ph.2.118 (prob.); of fish, Opp.H.1.5; also, live amongst, LXX 3 Ma.3.25.

German (Pape)

[Seite 847] (s. νέμω), darin weiden, leben, D. Cass. 72, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννέμω: βόσκω ἀγέλην ἔν τινι τόπῳ, Δίων Κ. 72. 3, ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 2561b. 81. ― Μέσ., ἐπὶ κτηνῶν, βόσκομαι, Ὀππ. Ἁλ. 1. 5.

Spanish (DGE)

I intr.
1 pastorear ἵνα μηθεὶς ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Διὸς ... μήτε ἐννέμῃ ... μήτε σπείρῃ ICr.3.4.9.82 (Itanos II a.C.), ὥστε μήτ' ἐνοικήσειν ποτὲ μητ' ἐννεμεῖν τεσσαράκοντα στάδια τῆς χώρας σφῶν D.C.72.3.2
en v. med. mismo sent. ἐπιτηδειότατος ... τόπος ἐννέμεσθαί τε καὶ ἐμβόσκεσθαι Ph.2.131.
2 en v. med. vivir, habitar τοὺς ἐννεμομένους σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις ... ἀποστεῖλαι πρὸς ἡμᾶς LXX 3Ma.3.25
de anim. criarse, e.e., tener su morada ἧχί θ' ἕκαστα ἑννέμεται Opp.H.1.5.
II tr., en v. med. habitar en, ocupar τὰς ἐν Συρίᾳ πόλεις καὶ τὰς κληρουχίας ἐννέμεσθαι Ph.2.118.

Greek Monolingual

ἐννέμω (Α) νέμω
1. βόσκω αγέλη σ' έναν τόπο
2. (για ζώα) βόσκω
3. μέσ. ζω ανάμεσα σε άλλους («αὐθωρὶ τοὺς ἐννεμομένους σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΠΔ).