ὑπεναντιολογία
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ἡ, A contradiction, Phld.Rh.1.p.64 S.(pl.).
Greek Monolingual
ἡ, Α
αντίρρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπεναντίος + -λογία].