ῥηγεύς

From LSJ
Revision as of 09:35, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥηγεύς Medium diacritics: ῥηγεύς Low diacritics: ρηγεύς Capitals: ΡΗΓΕΥΣ
Transliteration A: rhēgeús Transliteration B: rhēgeus Transliteration C: rigeys Beta Code: r(hgeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, (ῥῆγος)    A dyer, Sch.Il.9.661, Hsch.

German (Pape)

[Seite 839] ὁ, Färber, Schol. Il. 9, 661.

Greek (Liddell-Scott)

ῥηγεύς: έως, ὁ, (ῥῆγος) βαφεύς, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 661 (657), Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και ῥαγεύς και ῥεγεύς και ῥογεύς, -έως, ὁ, Α
βαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥεγ-εύς έχει σχηματιστεί από το θ. ῥεγ- του ῥέζω(ΙΙ) «βάφω» (< ῥέγ-) με επίθημα -εύς (πρβλ. παγ-εύς). Παράλληλα με τον τ. ῥεγεύς, μαρτυρούνται και οι τ.: ῥαγεύς (πρβλ. και λ. χρυσοραγές), ῥηγεύς (πρβλ. λ. ῥῆγος) και ῥογεύς (με φωνηεντισμό -ο-)].