λυπρότης

Revision as of 11:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ητος, ἡ,    A wretchedness, poverty, of land, Str.2.5.32, al.

Greek (Liddell-Scott)

λυπρότης: -ητος, ἡ, ἀθλιότης, τὸ ἄγονον τῆς γῆς, Στράβ. 130, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
maigreur du sol.
Étymologie: λυπρός.

Greek Monolingual

λυπρότης, -ητος, ἡ (Α) λυπρός
1. αθλιότητα, φτώχεια, πενιχρότητα
2. (για τη γη) αγονία, αφορία.

Greek Monotonic

λυπρότης: -ητος, ἡ, αθλιότητα, μη γονιμότητα, ακαρπία της γης, σε Στράβ.

Middle Liddell

λυπρότης, ητος,
poverty, of land, Strab.