αγονία

From LSJ

πράξεις αἱ σοφαὶ τῶν σοφῶν ἀποστόλων → the wise acts of the wise Apostles

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀγονία) ἄγονος
1. ανικανότητα αναπαραγωγής, στείρωση, ασπερμία, ατοκία
2. έλλειψη ευφορίας, ακαρπία.