συμπλαστεύω

From LSJ
Revision as of 13:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλαστεύω Medium diacritics: συμπλαστεύω Low diacritics: συμπλαστεύω Capitals: ΣΥΜΠΛΑΣΤΕΥΩ
Transliteration A: symplasteúō Transliteration B: symplasteuō Transliteration C: symplasteyo Beta Code: sumplasteu/w

English (LSJ)

   A fashion, mould, or construct with, c. dat. et acc., PSI2.171.19 (ii B.C.).

Greek Monolingual

Α
πλάθω, διαμορφώνω ή κατασκευάζω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πλαστός + κατάλ. -εύω].

Greek Monolingual

Α
πλάθω, διαμορφώνω ή κατασκευάζω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πλαστός + κατάλ. -εύω].