ἀντιβαστάζω
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
English (LSJ)
A support, prop, Eust.1933.37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιβαστάζω: ὑποστηρίζω, στυλώνω, «δῆλον γὰρ ὡς οἱ ἀντιβαστάζοντές τι καὶ ἀντερείδουσι» Εὐστ. 1933. 37.