ἐγρήγορσις
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
εως, ἡ,
A waking, wakefulness, Hp.Hum.9, Arist.HA536b24, Ph.1.71, al., Onos.10.11, D.Chr.3.85, Plot.6.8.16; περὶ ὕπνου καὶ ἐγρηγόρσεως, title of work by Arist. ἐγρηγορ-τέον, one must keep awake, Antyll. ap. Orib.6.6.3.
German (Pape)
[Seite 712] ἡ, das Wachsein, die Munterkeit, Hippocr. u. Sp.; Ggstz von ὕπνος, Arist. de sens. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγρήγορσις: -εως, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἄγρυπνος, τὸ νὰ μὴ κοιμᾶται, Ἱππ. 49. 23, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 10, 1, κ. ἀλλ.· ὁ Ἀριστ. ἔγραψε πραγματείαν περὶ ὕπνου καὶ ἐγρηγόρσεως.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
veille.
Étymologie: ἐγρήγορα.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
estado de vigilia, de alertaop. ὕπνος Hp.Hum.9, Arist.HA 536b24, Onas.10.11, D.Chr.3.85, Gal.5.466, Porph.Sent.25, Alex.Aphr.Febr.27.2
•esp. en sent. espiritual ἐγρηγόρσει χρῆται ὁ νοῦς Ph.1.71, cf. Plot.6.8.16, Thdt.H.Rel.24.5, περὶ ἐγρηγόρσεως tít. de una parte de la obra de Artemidoro, Artem.1.10, tb. tít. de obras médicas, de Galeno, Orib.6.4, de Antilo, Orib.6.6.
Russian (Dvoretsky)
ἐγρήγορσις: εως ἡ бодрствующее состояние, бдение Arst., Plut.