ὀνάγρα
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Full diacritics: ὀνάγρα | Medium diacritics: ὀνάγρα | Low diacritics: ονάγρα | Capitals: ΟΝΑΓΡΑ |
Transliteration A: onágra | Transliteration B: onagra | Transliteration C: onagra | Beta Code: o)na/gra |
ἡ, A oleander, Nerium Oleander, Dsc.4.117, Paul.Aeg.7.3.
ὀνάγρα: ἴδε ἐν λ. οἰνοθήρας.
η (ΑΜ ὀνάγρα)
το φυτό ροδοδάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ἄγρα «κυνήγι». Το φυτό αυτό παραδίδεται και ως οἰνοθήρας (βλ. και λ. ονοθήρας)].