Τήϊος
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
English (LSJ)
α, ον, A of or from Teos (Τέως), Eup.146a, etc.: this Ionic form is also the Attic form, written τειιοι (pl.) in IG12.205.10.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Téos ; οἱ Τήϊοι habitants de Téos.
Étymologie: Τέως.
Greek Monolingual
-ΐα, -ον, Α
αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την πόλη Τέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τέως + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. θαλαμ-ήϊος)].
Russian (Dvoretsky)
Τήϊος: ὁ теосец, житель или уроженец Теоса Her. etc.