γονορροϊκός
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
ή, όν, A suffering from or subject to, Antyll. ap. Orib.6.22.3, J.BJ6.9.3 (v.l. -οιοις) ; πάθος Ruf.Sat.Gon. 15.
Greek (Liddell-Scott)
γονορροϊκός: ή, όν,= τῷ ἑπομ., Medic. Matth. σ. 112.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): -ρροιϊκός I.BI 6.426
medic.
1 de gonorrea πάθος Ruf.Sat.Gon.15, cf. Firm.7.23.18.
2 subst. ὁ γ. enfermo de gonorrea I.l.c., Antyll. en Orib.6.22.3.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α γονορροϊκός, -ή, -όν)
αυτός που υποφέρει από γονόρροια
νεοελλ.
ο σχετικός με τη γονόρροια.