θυμοκάτοχος
From LSJ
Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
English (LSJ)
ον,
A restraining anger: neut. as Subst., spell for this purpose, PMag.Lond.121.941, PMag. Osl.1.35. PMag.Par.1.467,831; θ. πρὸς βασιλέας PMag.Leid.W.6.38.
Spanish
fórmula para contener la cólera
Greek Monolingual
θυμοκάτοχος, -ον (Α)
πάπ.
1. αυτός που συγκρατεί τον θυμό·2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμοκάτοχον
μαγικό ξόρκι για τη συγκράτηση του θυμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + κάτ-οχος (< κατ-έχω)].