δίκαρπος

From LSJ
Revision as of 17:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαρπος Medium diacritics: δίκαρπος Low diacritics: δίκαρπος Capitals: ΔΙΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: díkarpos Transliteration B: dikarpos Transliteration C: dikarpos Beta Code: di/karpos

English (LSJ)

ον,    A bearing two crops, γῆ Str. 17.3.11.

German (Pape)

[Seite 628] zweimal Frucht tragend, Strab. XVII p. 881.

Greek (Liddell-Scott)

δίκαρπος: -ον, ὁ δὶς τοῦ ἔτους καρποφορῶν, Λατ. biferus, Στράβων 831.

Spanish (DGE)

-ον
agr. que fructifica dos veces al año, de dos cosechas de plantas, Thphr.HP 3.4.4, γῆ Str.17.3.11.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίκαρπος, -ον)
αυτός που παράγει καρπούς δύο φορές τον χρόνο
νεοελλ.
βοτ. (για βολβούς) αυτός που παράγει δύο βλαστούς τον ένα μετά τον άλλο.