δοκιμαστικός
English (LSJ)
ή, όν, A of or for scrutiny, δύναμις Arr.Epict.1.1.1, cf. S.E.M.1.64, Theol.Ar.52, v. l. in Diog.Bab.Stoic.3.219. Adv. -κῶς approvingly, διακεῖσθαι Stoic.3.160. II -κόν, τό, commission paid to an assayer, PHib.29.24, al.
German (Pape)
[Seite 653] = δοκιμαστήριος, Suid. – Adv. bei Stob.
Greek (Liddell-Scott)
δοκιμαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἔρευναν, Στωικ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. 154.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que examina, que contrasta, δύναμις ref. a la autenticidad de las monedas, Arr.Epict.1.7.7
•que prueba, probatorio τὸ κριτήριον S.E.M.7.27, 64, κανών S.E.M.8.3, ποταμοῦ πυρὸς ... δοκιμαστοῦ τῶν ἀνθρώπων Cyr.H.Catech.15.21.
2 que aprueba, aprobatorio δύναμις op. ἀποδοκιμαστική Arr.Epict.1.1.1, cf. Theol.Ar.52, Sud.s.u. διατιμητικός.
3 subst. τὸ δ. tasa de verificación pagada al verificador de moneda por el examen y aprobación de las piezas BGU 2380.7, PTeb.701re.1.42, UPZ 156.13, PHib.110.30 (todos III a.C.).
II adv. -ῶς
1 a modo de prueba, de manera probatoria por medio de sufrimientos, Diad.Perf.95.
2 de manera aprobatoria, con aprobación πρὸς ἀλλήλους διακεῖσθαι καὶ φιλικῶς καὶ δ. Chrysipp.Stoic.3.160.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δοκιμαστικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δοκιμασία, γίνεται για δοκιμασία, ο κατάλληλος για δοκιμή («δοκιμαστικός σωλήνας, δοκιμαστική βολή»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στην έρευνα, είναι κατάλληλος για έρευνα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δοκιμαστικόν
αμοιβή δοκιμαστή.
Russian (Dvoretsky)
δοκῐμαστικός: пригодный для оценки или подлежащий оценке Sext.