χαλκομόλυβδος

From LSJ
Revision as of 10:14, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκομόλυβδος Medium diacritics: χαλκομόλυβδος Low diacritics: χαλκομόλυβδος Capitals: ΧΑΛΚΟΜΟΛΥΒΔΟΣ
Transliteration A: chalkomólybdos Transliteration B: chalkomolybdos Transliteration C: chalkomolyvdos Beta Code: xalkomo/lubdos

English (LSJ)

ὁ,    A alloy of copper and lead, Maria ap. Olymp.Alch.p.93B.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
(μεταλργ.) κράμα χαλκού και μολύβδου, συχνά, σήμερα, προσμεμιγμένο με κασσίτερο, νικέλιο και αντιμόνιο, το οποίο χρησιμοποιείται ως αντιτριβικό κράμα, αλλ. ρόδινο μέταλλο
αρχ.
κράμα χαλκού και μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + μόλυβδος. Ως τεχνολ. όρος της νεοελλ. η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cuproplomb].