μετεωροθήρας

Revision as of 12:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A one that hunts high in air, epith. of a hawk, Arist.HA620a30 (pl.): metaph., of philosophers, Ph.1.674 (pl.).

German (Pape)

[Seite 159] ὁ, in der Höhe, in der Luft jagend, von Vögeln, Arist. H. A. 9, 36.

Greek Monolingual

μετεωροθήρας και μετεωρόθηρος, ὁ (Α)
1. (για το γεράκι) αυτός που θηρεύει ψηλά στον αέρα
2. μτφ. (για φιλοσόφους) αυτός που κυνηγά υψηλές ιδέες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθο-θήρας, χρυσο-θήρας].