κακοτροπεύομαι

From LSJ
Revision as of 22:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοτροπεύομαι Medium diacritics: κακοτροπεύομαι Low diacritics: κακοτροπεύομαι Capitals: ΚΑΚΟΤΡΟΠΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: kakotropeúomai Transliteration B: kakotropeuomai Transliteration C: kakotropeyomai Beta Code: kakotropeu/omai

English (LSJ)

   A deal perversely, πρός τινα Plb.5.2.9, cf. AB 354.

German (Pape)

[Seite 1304] = Folgdm, πρός τινα, Pol. 5, 2, 9; B. A. 354, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κακοτροπεύομαι: ἀποθ. τῷ ἑπομ., πρός τινα Πολύβ. 5. 2, 9. ἴδε Α. Β. 354.

Greek Monolingual

κακοτροπεύομαι (Α) κακότροπος
φέρομαι με κακό τρόπο, άσχημα σε κάποιον («κακοτροπευσάμενος πρὸς τοὺς προειρημένους ἀπῆρεν εἰς Χαλκίδα», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοτροπεύομαι: нечестно вести себя, коварно поступать (πρός τινα Polyb.).