καλλίπυγος

From LSJ
Revision as of 18:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπῡγος Medium diacritics: καλλίπυγος Low diacritics: καλλίπυγος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΥΓΟΣ
Transliteration A: kallípygos Transliteration B: kallipygos Transliteration C: kallipygos Beta Code: kalli/pugos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A with beautiful πυγή, Cerc.14; epith.of Aphrodite, Ath.12.554c: Comp., ibid.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπῡγος: -ον, ὁ, ἡ, = καλὴν τὴν πυγὴν ἔχων, Κερκιδᾶς παρ’ Ἀθήν. 554D· ὄνομα περιφήμου ἀγάλματος τῆς Ἀφροδίτης ἤδη ἐν Νεαπόλει εὑρισκομένου, Müller Archäol, d. Kunst § 377. 2.

Greek Monolingual

καλλίπυγος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίους γλουτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πυγος (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. λευκό-πυγος, μελάμ-πυγος].