κιρσουλκία
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
ἡ, A this operation, ib.45.18.30.
Greek Monolingual
κιρσουλκία, ἡ (Α) κιρσουλκώ
εγχείρηση κιρσών.