κιρσουλκία
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
ἡ, removal of a varicocele, ib.45.18.30.
Greek Monolingual
κιρσουλκία, ἡ (Α) κιρσουλκώ
εγχείρηση κιρσών.