μαδαῖος

From LSJ
Revision as of 16:40, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "de herb." to "de herb.")

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰδαῖος Medium diacritics: μαδαῖος Low diacritics: μαδαίος Capitals: ΜΑΔΑΙΟΣ
Transliteration A: madaîos Transliteration B: madaios Transliteration C: madaios Beta Code: madai=os

English (LSJ)

α, ον, poet. for μαδαρός, ἕλκη Poet.

   A de herb.83.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰδαῖος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ μαδαρός, Ποιητ. περὶ Δυνάμ. Βοταν. 83.

Greek Monolingual

μαδαῑος, -αία, -ον (Α)
(ποιητ. τ. του μαδαρός) υγρός, πυώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του μαδαρός, από το θ. του μαδῶ].