κεδρίτης

From LSJ
Revision as of 18:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδρίτης Medium diacritics: κεδρίτης Low diacritics: κεδρίτης Capitals: ΚΕΔΡΙΤΗΣ
Transliteration A: kedrítēs Transliteration B: kedritēs Transliteration C: kedritis Beta Code: kedri/ths

English (LSJ)

[ῑ] οἶνος, ὁ, Wine

   A flavoured with κεδρία, Dsc.5.37.

German (Pape)

[Seite 1411] οἶνος, mit der Frucht der Ceder abgezogener Wein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κεδρίτης: οἶνος, ῑ, ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος ἐκ κεδρίων ἢ κέδρων, Διοσκ. 5. 57.

Greek Monolingual

κεδρίτης, ὁ (Α) κέδρος
φρ. «κεδρίτης οἶνος» — κρασί παρασκευασμένο με ρητίνη ή έλαιο κεδρελάτης.