πολυφανής
From LSJ
English (LSJ)
poet. πουλ-, ές, A very conspicuous, Jo.Gaz.Ecphr.2.322, Eust.254.6.
German (Pape)
[Seite 675] ές, vielfach erscheinend, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠφανής: ποιητ. πουλ-, ές, πολὺ φανερός, ἐμφανής, Εὐστ. 254. 6, Ἰω. Γαζ.
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. πουλυφανής, -ές, Μ
ο εξαιρετικά περίοπτος, ο πολύ φανερός, ο ολοφάνερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ομοιο-φανής].