πιθανολόγος
English (LSJ)
ον, A speaking persuasively, Sch.Ar.Ra.91.
German (Pape)
[Seite 613] so sprechend, daß man wahrscheinlich macht, Schol. Ar. Th. 468.
Greek (Liddell-Scott)
πῐθᾰνολόγος: -ον, ὁ οὕτω λαλῶν ὥστε νὰ καταπείθῃ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 91.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle de manière à persuader, persuasif.
Étymologie: πιθανός, λέγω³.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που με τον λόγο καθιστά κάτι πιθανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιθανός + -λόγος].
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
πῐθᾰνολόγος: убедительно доказывающий, внушающий доверие Luc.