θερμηρός

From LSJ
Revision as of 08:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμηρός Medium diacritics: θερμηρός Low diacritics: θερμηρός Capitals: ΘΕΡΜΗΡΟΣ
Transliteration A: thermērós Transliteration B: thermēros Transliteration C: thermiros Beta Code: qermhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A for hot liquid, ποτήριον Hsch.s.v. κελέβη: θερμηρόν (and θέρμ-ητρον), expld. by miliarium, Gloss.

Greek Monolingual

θερμηρός, -ά, -όν (Α)
1. ο κατάλληλος για θερμό υγρό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θερμηρόν
μιλιάριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + -ηρός (πρβλ. ζωηρός, νοσηρός)].