κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Full diacritics: κᾰκόπνοια | Medium diacritics: κακόπνοια | Low diacritics: κακόπνοια | Capitals: ΚΑΚΟΠΝΟΙΑ |
Transliteration A: kakópnoia | Transliteration B: kakopnoia | Transliteration C: kakopnoia | Beta Code: kako/pnoia |
ἡ, A difficulty of breathing, Gal. 17(1).757.
κακόπνοια, ἡ (Α) κακόπνους
κακή αναπνοή, δυσκολία στην αναπνοή.