καταυτόθι
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
Adv.
A on the spot, A.R.2.16, 776, etc.; but in Hom. κατ' αὐτόθι shd. be read, for κατά belongs to the Verb, v. Hdn.Gr.(2.71) ad Il.10.273 on the accent.
German (Pape)
[Seite 1387] richtiger κατ' αὐτόθι, Il. 21, 201 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 16.
Greek (Liddell-Scott)
καταυτόθι: Ἐπίρρ., αὐτοῦ, ἐπὶ τόπου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 16. 776· κτλ.· ἀλλὰ ἐν Δ. 537, Δ. 298 καὶ παρ᾿ Ὁμ. ἀνάγνωθι κατ᾿ αὐτόθι, διότι ἡ κατὰ ἀνήκει εἰς τὸ ῥῆμα, ἴδε Spitzn. εἰς Ἰλ. Κ. 273.
French (Bailly abrégé)
ou mieux κατ’ αὐτόθι;
adv.
là-même.
Étymologie: κατά, αὐτόθι.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
καταυτόθι (Α)
επίρρ. αυτού, στον τόπο αυτό, σ' αυτό το μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αὐτόθι «σ' αυτόν τον τόπο»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταυτόθι, adv., meteen.
Russian (Dvoretsky)
καταυτόθι: чаще κατ᾽ αὐτόθι adv. там же (именно), на том (же) месте Hom.