μακρολογία

Revision as of 15:05, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ἡ,

   A length of speech, opp. βραχυλογία, Pl.Grg.449c, Prt.335bsq., Arist.Rh.1418b25, Gal.10.425.

Greek (Liddell-Scott)

μακρολογία: ἡ, μῆκος λόγου, πολυλογία, μακρηγορία, ἀντίθετ. τῷ βραχυλογία, Πλάτ. Γοργ. 449C, Πρωτ. 335Β. κἑξ., Νόμ. 655Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
long discours, prolixité.
Étymologie: μακρολόγος.

Greek Monolingual

η (AM μακρολογία) μακρολόγος
1. μακρά, διεξοδική ομιλία, μακρηγορία
2. απεραντολογία, πολυλογία.

Greek Monotonic

μακρολογία: ἡ, μάκρος λόγου, πολυλογία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μακρολογία: ἡ длинная речь или беседа, долгий разговор Plat. etc.

Middle Liddell


length of speech, Plat. [from μακρολόγος

English (Woodhouse)

long-windedness, prosiness