παλινεκχυμενίτας
From LSJ
English (LSJ)
[ῑτ], α, ὁ, A one who squanders again, Cerc. 4.12.
Greek Monolingual
παλινεκχυμενίτας, ὁ (Α)
αυτός που σπαταλά εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ἐκχυμῶ].
Full diacritics: πᾰλινεκχῠμενίτας | Medium diacritics: παλινεκχυμενίτας | Low diacritics: παλινεκχυμενίτας | Capitals: ΠΑΛΙΝΕΚΧΥΜΕΝΙΤΑΣ |
Transliteration A: palinekchymenítas | Transliteration B: palinekchymenitas | Transliteration C: palinekchymenitas | Beta Code: palinekxumeni/tas |
[ῑτ], α, ὁ, A one who squanders again, Cerc. 4.12.
παλινεκχυμενίτας, ὁ (Α)
αυτός που σπαταλά εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ἐκχυμῶ].