παλινεκχυμενίτας

English (LSJ)

[ῑτ], α, ὁ, one who squanders again, Cerc. 4.12.

Greek Monolingual

παλινεκχυμενίτας, ὁ (Α)
αυτός που σπαταλά εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ἐκχυμῶ].