περικλάζω
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
A make a noise round, αἰετὸν… π. κολοιοί Tryph.249.
German (Pape)
[Seite 579] (s. κλάζω), rings umher lärmen, Tryphiod. 249.
Greek (Liddell-Scott)
περικλάζω: κλάζω, κράζω περί τινα, αἰετὸν ... περικλάζουσι κολοιοὶ (ἐν τοῖς βιβλίοις περικράζουσι) Τρυφιόδ. (γράφε Τριφ.) 249.
Greek Monolingual
Α
κράζω, θορυβώ ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλάζω «παράγω ήχο διαπεραστικό, κράζω»].