μονογαμέω
From LSJ
English (LSJ)
A to be the husband of one wife, Cat.Cod.Astr.2.209.
German (Pape)
[Seite 202] nur eine Frau heirathen, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
μονογᾰμέω: (μονόγαμος) λαμβάνω μίαν μόνην γυναῖκα, τοῦ Θεοῦ τῷ καιρῷ τῆς ὀλιγανθρωπίας μονογαμεῖν θεσπίσαντος Θεόδωρ. Ἀβουκ. 1556Α.