προχωννύω

Revision as of 19:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

pf. -κέχωκα,    A form by deposition before, τὰς νήσους Arist. Mir.836a30.    II dam back, [τὴν θάλατταν] Aristid.Or.46(3).17.

Greek Monolingual

Α
1. διαμορφώνω με επιχωμάτωση την έκταση μπροστά από έναν χώρο ή ένα κτήριο
2. γεμίζω με επιχωμάτωση, μωλώνω, μπαζώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χωννύω «σωρεύω χώμα»].