προχωννύω

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχωννύω Medium diacritics: προχωννύω Low diacritics: προχωννύω Capitals: ΠΡΟΧΩΝΝΥΩ
Transliteration A: prochōnnýō Transliteration B: prochōnnyō Transliteration C: prochonnyo Beta Code: proxwnnu/w

English (LSJ)

pf. -κέχωκα,
A form by deposition before, τὰς νήσους Arist. Mir.836a30.
II dam back, [τὴν θάλατταν] Aristid.Or.46(3).17.

Greek Monolingual

Α
1. διαμορφώνω με επιχωμάτωση την έκταση μπροστά από έναν χώρο ή ένα κτήριο
2. γεμίζω με επιχωμάτωση, μωλώνω, μπαζώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χωννύω «σωρεύω χώμα»].