επιχωμάτωση

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

η
συσσώρευση χώματος για ανύψωση του εδάφους, κατασκευή φράγματος ή πλήρωση κοιλότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιχωματώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].