σμηγματώδης
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
ες,
A like a σμῆγμα, fatty, Hp.Acut.53; τροφή Aret.CA1.10, cf. 2.1; χυλοί Id.CD1.13.
German (Pape)
[Seite 910] ες, zum Reiben, Schmieren, Abwischen gehörig, dazu dienend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
σμηγμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων καθαριστικὰς ἰδιότητας, χρησιμεύων ὡς σάπων, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 10.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σμῆγμα, -ατος]
αυτός που έχει καθαριστικές ιδιότητες, αυτός που χρησιμεύει ως σαπούνι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σμηγματώδης -ες [σμῆγμα] lijkend op reinigingsolie (gebruikt als zeep).