τετράχωρος

From LSJ
Revision as of 14:46, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράχωρος Medium diacritics: τετράχωρος Low diacritics: τετράχωρος Capitals: ΤΕΤΡΑΧΩΡΟΣ
Transliteration A: tetráchōros Transliteration B: tetrachōros Transliteration C: tetrachoros Beta Code: tetra/xwros

English (LSJ)

ον,

   A with four divisions, Dsc.1.101.    II τ. μέτρον measure of four χῶρα, PGen.71.2, al. (iii A.D., cf. Arch.Pap.3.401).

Greek (Liddell-Scott)

τετράχωρος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα διαμερίσματα, τέσσαρας χωριστοὺς χώρους, Διοσκ. 1. 133.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ιδίως για καρπούς) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερα χωρισμένα τμήματα («τῷ φθινοπώρῳ φέρει σπέρμα ἐν θυλάκοις συνεζευγμένοις τριχώροις ἤ τετραχώροις», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ἐννεά-χωρος].