τριοῦχος
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ον, A containing three or the τριάς, μονάς Procl. ap. Lyd. Mens.2.6, cf. Dam.Pr.117.
Greek (Liddell-Scott)
τριοῦχος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς ἢ τρία, Δαμάσκ. ἐν τοῖς Βεκκήρ. Ἀνεκδότ. σ. 1425.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τρεις μονάδες, τρία μέρη, τρία συστατικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -οῦχος].