νυμφόληπτος

Revision as of 13:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A caught by nymphs : hence, raptured, frenzied, IG12.788, Pl.Phdr.238d, Arist.EE1214a23, Plu<*>.Arist.II.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφόληπτος: -ον, ὁ ὑπὸ νυμφῶν κατεχόμενος (πρβλ. νύμφη Π. 2), Πλάτ. Φαῖδρ. 238D), Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 1. 1, 4, Πλουτ. Ἀριστείδ. 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 456.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
possédé par les nymphes, càd transporté de délire.
Étymologie: νύμφη, ληπτός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νυμφόληπτος, -η, -ον)
1. αυτός που το σώμα του και κυρίως η ψυχή και το πνεύμα του κυριεύθηκε από τις Νύμφες
2. μτφ. εμπνευσμένος, ενθουσιώδης, μανιώδης, γεμάτος ενθουσιαμό που προέρχεται από το ότι οι Νύμφες έχουν κυριεύσει το μυαλό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. μουσό-ληπτος].

Greek Monotonic

νυμφόληπτος: -ον, αυτός που έχει καταληφθεί από τις Νύμφες, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

νυμφόληπτος:
1) одержимый нимфами, т. е. находящийся в исступлении, вдохновенный Plat.;
2) безумный Plut.

Middle Liddell

νυμφό-ληπτος, ον,
caught by nymphs, Plat.