πετρεντινάκτης
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
ου, ὁ, A shaker of rocks, of Poseidon, PMag.Par.1.183.
Spanish
Greek Monolingual
ὁ, Α
(για τον Ποσειδώνα) αυτός που εκτινάσσει βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ἐντινάσσω «ρίχνω, εκσφενδονίζω»].