ἕλκηθρον
From LSJ
ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)
English (LSJ)
τό, A stock of the plough, Thphr.HP5.7.6.
German (Pape)
[Seite 798] τό, ein Theil des Pflugs, vielleicht = ἔλυμα, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἕλκηθρον: τό, μέρος τοῦ ἀρότρου, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6· πρβλ. ἔλυμα.
Spanish (DGE)
-ου, τό agr. timón del arado, Thphr.HP 5.7.6.